Γυναικοκτονίες και προτάσεις αντιμετώπισης
Ημερίδα
Κυριακή 10 Μαρτίου 2024
Γυναικοκτονίες και προτάσεις αντιμετώπισης
Ημερίδα
Κυριακή 10 Μαρτίου 2024
Με αφορμή την 6η Μαρτίου που έχει καθιερωθεί ως Πανελλήνια Σχολική Ημέρα κατά της Βίας στο σχολείο και την 8η Μαρτίου, Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας, το 1ο ΕΠΑΛ Μετσόβου διοργάνωσε εξ αποστάσεως ομιλία μέσω zoom με την Επίκουρη Καθηγήτρια του ΑΠΘ κα Αθηνά Πεγκλίδου με θέμα τη γυναικοκτονία, ως την «πιο ακραία μορφή έμφυλης βίας».
περισσότερα: blogs.sch.gr/1epal-metsov
Εργαστήριο συμμετοχικής και βιωματικής αφήγησης όπου συμπλέκονται λαϊκά παραμύθια στα οποία κανονικοποιείται η φονική έμφυλη βία, σύγχρονες καταγραφές γυναικοκτονιών του Ευρωπαϊκού Παρατηρητηρίου για τη Γυναικοκτονία (femicide.gr) και αντικείμενα καθημερινής χρήσης που εκτίθενται στο Λαογραφικό Μουσείο και Αρχείο (ΛΑ.Μ.Α.) του Α.Π.Θ.: γαμήλια στέφανα, νυφιάτικες ενδυμασίες, κοσμήματα, οικιακά σκεύη, κεντήματα, ενθυμήματα ιστοριών εξαναγκασμού οι οποίες αποσιωπώνται στις επίσημες αναπαραστάσεις του λαϊκού πολιτισμού. Οι συμμετέχουσες και οι συμμετέχοντες εν κινήσει συνδιαμορφώνουν με την αφηγήτρια Μαρία Μαχαίρα την πλοκή, την κορύφωση και τη λύση μιας άχρονης ιστορίας και θα έχουν τη δυνατότητα της εμβύθινσης σε μια κιναισθητική εμπειρία όπου πραγματικότητα και μύθος, παρελθόν και παρόν συνυπάρχουν. Το πρόγραμμα στοχεύει στη δημιουργική συμμετοχή, στον βιωματικό αναστοχασμό, στην πολιτισμική κριτική, στην αφύπνιση και ενδυνάμωση μαθητών και φοιτητών πάνω στην καθημερινή διαχρονική μαζική έμφυλη βία.
Πέμπτη 6 Απριλίου 2023
10.30-12.00: 2o ΓΕΛ Πυλαίας, Μεικτό Τμήμα Α, Β, Γ Λυκείου
16.30-18.00: Ομάδα Φοιτητριών και Φοιτητών (δηλώσεις συμμετοχής στην κ. Αρετή Τζιντζιόβα, areti@hist.auth.gr, Σπουδαστήριο Λαογραφίας & Κοινωνικής Ανθρωπολογίας, μέχρι 15 συμμετοχές)
στο Λαογραφικό Μουσείο και Αρχείο (Λ.Α.Μ.Α.) στο υπόγειο της Παλιάς Φιλοσοφικής Σχολής
Τμήμα Ιστορίας & Αρχαιολογίας, Α.Π.Θ.
Περιγραφή εικόνας: Δύο γυναίκες στο Παρίσι στέκονται μπροστά από έναν τοίχο στον οποίο έχουν γράψει μέσω κολάζ το σύνθημα “Δεν γεννιόμαστε γυναίκες αλλά πεθαίνουμε ως γυναίκες”.
Αναστοχαστικές σκέψεις με αφορμή την 25η Noεμβρίου
Για την Παγκόσμια Ημέρα κατά της έμφυλης βίας και με αφορμή τον ένα χρόνο δημιουργίας και λειτουργίας του femicide.gr, το ελλ.τμήμα του Ευρωπαϊκού Παρατηρητηρίου για τη Γυναικοκτονία (Ε.Ο.F.) αναστοχάζεται πάνω σε ζητήματα εννοιολόγησης, καταγραφής, σύγκρισης, αναπαράστασης και λόγων για τη γυναικοκτονία στο ελληνικό πλαίσιο. Εδώ δεν καταδεικνύεται έμπρακτα μόνο το πρόβλημα της ελλιπούς και δρομολογημένης καταγραφής, της κενής έμφυλου νοήματος χρήσης του όρου γυναικοκτονία στο δημόσιο λόγο, των κλειστών, αθέατων και μη προσβάσιμων αρχείων. Προτάσσεται η πολυπλοκότητα της μελέτης της μη αναγνωρισμένης, αργής και διαχρονικής γενοκτονίας γυναικών και θηλυκοτήτων όπως το έχει διατυπώσει η D.Russel, η οποία διαπερνά και σχετίζεται με ηλικιακές, γεωγραφικές και κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες που αφορούν εκτός από τους δρώντες, τον στενό και ευρύτερο περίγυρο τους, κοινωνικό και θεσμικό.
T.W.: τα κείμενα περιέχουν αναφορές σε ζητήματα εξαφανίσεων γυναικών, γυναικοκτονίας, θανάτου και έμφυλης βίας.
Γιώτα Βεργοπούλου
Στις 25 Νοεμβρίου, παγκόσμια ημέρα εξάλειψης της βίας κατά των γυναικών, συμπληρώνεται ένας χρόνος από τη δημιουργία και δημοσίευση του ιστοτόπου femicide.gr. Σκοπός του ελληνικού τμήματος του Ευρωπαϊκού παρατηρητηρίου για τη γυναικοκτονία είναι η ανάδειξη του φαινομένου, μέσω της καταγραφής των γυναικοκτονιών.
Ενώ, εδώ και αρκετά χρόνια οι πολιτείες έχουν νομοθετήσει υπέρ της ισότητας των δύο φύλων, παρατηρούμε έντονα φαινόμενα ανισότητας στον οικογενειακό, κοινωνικό και επαγγελματικό τομέα. Δεν κατοχυρώνονται επομένως έμπρακτα τα δικαιώματα των γυναικών και αυτό οδηγεί αρκετές φορές σε περιστατικά έμφυλης βίας. Η πιο ακραία μορφή της είναι η γυναικοκτονία.
Παρ’ όλο που η πλειοψηφία της κοινωνίας παρατηρεί με απέχθεια και αποτροπιασμό τα περιστατικά γυναικτονιών και ο όρος γυναικοκτονία έχει επικρατήσει παγκοσμίως, ιδίως τα τελευταία χρόνια, με δράσεις και πρωτοβουλίες συλλόγων και οργανισμών, δεν έχει κατοχυρωθεί νομικά από το ελληνικό κράτος ως κακουργηματική – εγκληματική έμφυλη πράξη.
Ανάγκη λοιπόν για την εξάλειψη του φαινομένου είναι η θέσπιση κατάλληλου νομικού πλαίσιου, η ενημέρωση και η πρόληψη από την πλευρά της πολιτείας. Σημαντικό είναι η ενημέρωση αυτή να γίνεται από την πρώιμη ηλικία, στα πλαίσια της σχολικής εκπαίδευσης, καθώς ενώ οι κοινωνίες εξελίσσονται και οι προσλαμβάνουσες είναι πια αρκετές, το φαινόμενο αναπαράγεται.
Ωστόσο, και ο καθένας από εμάς πρέπει να λαμβάνει δράση στα πλαίσια των κοινωνικών και επαγγελματικών δραστηριοτήτων του, μη μένοντας φοβικός και αμέτοχος απέναντι σε περιστατικά λεκτικής και σωματικής βίας. Η παρατήρηση και μόνο του φαινομένου τείνει να μας οδηγήσει στο να συνηθίσουμε στο άκουσμα γυναικοκτονιών, και αυτό είναι το πιο τραγικό, καθώς η αφαίρεση κάθε ανθρώπινης ζωής δεν είναι απλά και μόνο ένας αριθμός.
Στέλλα Καψαμπέλη
Η γυναικοκτονία πρόκειται για ένα ούτως ή άλλως περίπλοκο και ιδιαίτερα δύσκολο στην παρακολούθηση και καταγραφή του πεδίο. Η ερευνητική απόσταση που χρειάζεται να διατηρείς ως ερευνήτρια από τα υποκείμενα και το αντικείμενο της έρευνας είναι αναγκαία και αποτελεί συνεχές στοίχημα. Το σημείο στο οποίο θα ήθελα να εστιάσω αφορά τις άμεσες συνέπειες που έχει για την έρευνα της γυναικοκτονίας στην Ελλάδα (και δυστυχώς στη συντριπτική πλειονότητα των ευρωπαϊκών τουλάχιστον χωρών) ότι τα ΜΜΕ, κι όχι το κράτος ως θα όφειλε, αποτελούν την κύρια και συχνά αποκλειστική πηγή πληροφόρησής μας. Άμεσα συνδεδεμένο με τον παραπάνω στόχο είναι να καταδείξω γιατί η έρευνα του ελληνικού τμήματος του Ευρωπαϊκού Παρατηρητηρίου για τη Γυναικοκτονία (όπως και κάθε άλλου παρατηρητηρίου, είτε θεσμικού είτε όχι), όπως χαρακτηριστικά σημειώνουμε στην ιστοσελίδα μας, «χρειάζεται να τεκμηριώνεται με επίσημα στοιχεία από την Ελληνική Αστυνομία και τη Γενική Γραμματεία Δημογραφικής και Οικογενειακής Πολιτικής και Ισότητας των Φύλων». Η ελπίδα πίσω από τη συγγραφή του κειμένου είναι να γίνουν ορατά ορισμένα αόρατα μέχρι στιγμής προβλήματα και προκλήσεις στην ερευνητική ενασχόληση με τη γυναικοκτονία στην Ελλάδα του 2022 με τρόπο συστηματικό και εμπεριστατωμένο.
Ας ξεκινήσουμε από μια θεμελιώδη απορία: ποιες και πόσες γυναικοκτονίες θα βγουν τελικά προς τα έξω και με ποιον τρόπο; Τα ΜΜΕ δεν αντιμετωπίζουν όλες τις γυναικοκτονίες ως ίσης αξίας και επομένως δεν τους αφιερώνουν τον ίδιο τηλεοπτικό χρόνο ή διαδικτυακό χώρο. Παρατηρούνται δύο ταχύτητες, θα λέγαμε στη μετάδοση αυτών των εγκλημάτων: υψηλής προτεραιότητας κάλυψη όσων υποθέσεων έχουν «δημοσιογραφικώς άξια» χαρακτηριστικά, δηλαδή ιστορίες με τις οποίες πιθανότατα μπορεί να ταυτιστεί ικανός αριθμός ανθρώπων και οι οποίες προσφέρονται ώστε, μέσα από τεχνικές που εντείνουν το δράμα, την ένταση και τη συγκίνηση, να πυροδοτούν και να ενισχύουν τα αντίστοιχα συναισθήματα το κοινό, που καταλήγει να εθίζεται σε τέτοιου είδους «κατανάλωση» νέων. Για αυτές τις δημοσιογραφικώς «άξιες», σημαντικές γυναικοκτονίες θα παρατηρήσουμε τα ΜΜΕ να τροφοδοτούν το κοινό με στοιχεία για μήνες ή και χρόνια, ενώ κάποιες φορές φτάνουν να ακολουθούν τις περιπτώσεις αυτές και κατά την εκδίκασή τους.
Οι γυναικοκτονίες χαμηλότερης προτεραιότητας φέρουν διαφορετικά χαρακτηριστικά: το ποιοι και ποιες ήταν οι «πρωταγωνιστές του δράματος», όπως συχνά ακούμε, ο τρόπος με τον οποίο τελέστηκε το έγκλημα κοκ θεωρούνται ότι δεν έχουν τόσο έντονο δημοσιογραφικό ενδιαφέρον και δεν αποτελούν τόσο θελκτικό προϊόν για το κοινό όσο η πρώτη κατηγορία. Οι γυναικοκτονίες ηλικιωμένων γυναικών (elderly killing) και στα πλαίσια της επίδειξης ελέους (mercy killing) φαίνεται να ανήκουν σε αυτή τη «Β’» διαλογή νέων.
Η «τελευταία» πλέον κατηγορία πρόκειται για τα έμφυλα εγκλήματα που δε φτάνουν ποτέ στα αυτιά μας, τις γυναικοκτονίες δηλαδή στο περιθώριο της ιδιότητας της λευκής, ιδανικά, Ελληνίδας πολίτιδος, της παραγωγικής εργαζόμενης κ.ά.: της προσφύγισσας, της μετανάστριας, της τοξικοεξαρτημένης, της άστεγης, της σεξεργάτριας κοκ. Πότε άκουσα για κάποια γυναικοκτονία που να συγκέντρωνε κάποια ή όλα τα παραπάνω χαρακτηριστικά δεν μπορώ καν να το θυμηθώ- και σχεδόν σίγουρα αν πράγματι άκουσα, δε θα είχε υπάρξει η αναγνώριση και ορισμός της ως γυναικοκτονίας, αλλά ως ενός ακόμη νεκρού ανθρώπου, που τυχαίνει να είναι γυναίκα.
Στην περίπτωση μιας πιο «ενδιαφέρουσας», με μιντιακούς όρους, γυναικοκτονίας (ως παραδείγματα μπορούμε να σκεφτούμε την Ελένη Τοπαλούδη, την Κάρολαιν Κράουτς, τη Γαρυφαλλιά Ψαρράκου κ.ά.), εκ πρώτης όψεως δε διαπιστώνεται κάποιο εμπόδιο: είναι δυνατό να βρούμε πληροφορίες και να προχωρήσουμε σε πιο έγκυρη και πλούσια σε περιεχόμενο καταγραφή, πάντα αφαιρώντας όλη τη δραματική ένταση των δημοσιευμάτων ώστε τα ποιοτικά δεδομένα να είναι όσο το δυνατόν απλούστερα και να μένουν στο περιστατικό. Σε ό,τι αφορά όμως τη «δεύτερη» κατηγορία, των όχι και τόσο δημοσιογραφικώς άξιων γυναικοκτονιών, τα μίντια σχεδόν πάντα περιορίζονται μόνο στην αρχική μετάδοση της είδησης, ενώ παρατηρείται ελάχιστο follow-up στις υποθέσεις (παραδείγματα follow-up: τελικό πόρισμα ιατροδικαστικής έρευνας για τα αίτια του θανάτου, άρα και εξαγωγή συμπεράσματος για το αν πρόκειται για δολοφονία ή μη, εξαγωγή συμπεράσματος των αρχών για το ποιος είναι ο βασικός ύποπτος, απολογία του βασικού υπόπτου και φυσικά, ενημέρωση αρκετούς μήνες μετά την τέλεση του εγκλήματος για το πού και πότε θα διεξαχθεί η δίκη του δράστη, αποτέλεσμα δίκης). Δεν είναι ότι τα μίντια γνωρίζουν το τι έπεται και επιλέγουν να μην το μοιραστούν με το κοινό˙ είναι ότι ο ρόλος τους ως προς τέτοιες ειδήσεις αρχίζει και τελειώνει στη μίνιμουμ αρχική πληροφόρηση, που ενδέχεται να έχει περίπου αυτή τη μορφή: «Στο τάδε σημείο βρέθηκε η σορός της 62χρονης γυναίκας. Πρόκειται για την ίδια κάτοικο κάποιας κοινότητας που είχε εξαφανιστεί εδώ και τρεις ημέρες. Για την υπόθεση έχει ξεκινήσει έρευνα» (μια έρευνα στο διαδίκτυο αποκαλύπτει ότι όλα τα άρθρα που γράφτηκαν για το περιστατικό έχουν δημοσιευτεί την ίδια ακριβώς ημέρα, κυρίως μέσω αναδημοσιεύσεων μιας αρχικής πηγής, συνεπώς είναι σχεδόν πανομοιότυπα σε μορφή και περιεχόμενο. Έτσι, από τις 7/11, με σημερινή ημερομηνία 25 Νοεμβρίου, δεν ξαναμαθαίνουμε τίποτε για το ζήτημα).1
Σε περιπτώσεις που υπάρχει κάποιο άτομο στο στενό συγγενικό ή οικείο περιβάλλον της γυναίκας που υποπτεύονται οι αρχές ότι είναι ο δράστης, αλλά αφήνεται περιθώριο και στο ενδεχόμενο αυτοχειρίας, το «νήμα» της πληροφορίας χάνεται ιδιαίτερα εύκολα μετά το «αναμένεται το πόρισμα της ιατροδικαστικής έκθεσης ώστε να εξαχθούν συμπεράσματα για το αν επρόκειτο για δολοφονία».
Περαιτέρω ερευνητική αμηχανία αναδύθηκε από περιπτώσεις όπως η εξής στην Καστοριά: είχε εξαφανιστεί μια γυναίκα, την εξαφάνιση της οποίας είχε δηλώσει ο γιος της. Την ίδια περίοδο βρέθηκα η σορός γυναίκας στην ευρύτερη περιοχή. Ακόμη και σε αυτή την κραυγαλέα περίπτωση για την οποία είναι επιτακτική ανάγκη να δοθούν περαιτέρω πληροφορίες και να διαλευκανθεί αν η γυναίκα που βρέθηκε πρόκειται για την ίδια που είναι δηλωμένη εξαφανισμένη, το τελευταίο άρθρο που μπορεί να βρεθεί στο διαδίκτυο έχει ανέβει πριν δύο μήνες και αναφέρει «το πόρισμα για την ταυτοποίησή της από το DNA αναμένεται να εκδοθεί τις επόμενες ημέρες».2
Τέλος, ακόμη και στη θεωρητικά πιο απλή και σαφή περίπτωση μιας γυναικοκτονίας για την οποία είτε έχει ομολογήσει ο θύτης και έχει συλληφθεί είτε έχει σε κάθε περίπτωση συλληφθεί, τα δελτία και τα άρθρα συχνά αρκούνται στο ότι «πρόκειται να απολογηθεί αύριο στον ανακριτή». Από εκεί και πέρα, εφόσον τα εν λόγω περιστατικά δεν ανήκουν στην «πρώτη» κατηγορία, επικρατεί σκοτάδι για την εξέλιξη των διαδικασιών, κάτι που συνεπάγεται τεράστιο κενό στην καταγραφή μας ως ερευνητικής ομάδας και στην ενημέρωση του φεμινιστικού κινήματος και της κοινωνίας συνολικά για τις υποθέσεις έμφυλης βίας, κάτι που επηρεάζει και τη δυνατότητα να παραστεί όποια θέλει στη δίκη της εκάστοτε γυναικοκτονίας, να σταθεί αλληλέγγυα κοκ- τίποτε από τα παραπάνω δεν είναι αποκομμένο το ένα από το άλλο, αφού και εμείς κατοικούμε παράλληλα διάφορους τόπους που μας συνδέουν με το φαινόμενο της γυναικοκτονίας, ερευνητικά, φεμινιστικά, βιωματικά κοκ.
Το να φανταστούμε κάπως διαφορετικά τον ρόλο των ΜΜΕ, θα σήμαινε την άσκηση χρονοβόρου και κοπιώδους ερευνητικής δημοσιογραφίας, τη στενή συνεργασία και επικοινωνία με τις αρχές και τη συνολικότερη εις βάθος ενασχόληση ώστε να προσφέρουν στο κοινό έγκυρη συνολική πληροφορία επί του όποιου περιστατικού. Με δεδομένο ότι τα μίντια βασίζονται στην ΕΛ.ΑΣ. κυρίως για την πληροφορία που θα μεταδώσουν, είναι δύσκολη η εξαγωγή συμπερασμάτων για το πού αρχίζει και πού τελειώνει ο ρόλος και η ευθύνη της παροχής και μετάδοσης της πληροφορίας του κάθε εμπλεκόμενου μέρους. Απορίες εγείρονται και σχετικά με τις ιατροδικαστικές υπηρεσίες: πλήθος άρθρων για εξαφανίσεις γυναικών και για γυναικοκτονίες αναφέρονται σε αναμονή ιατροδικαστικών πορισμάτων, σε σύγχυση και σε ένα γενικό κλίμα εντός του οποίου δε φαίνεται να προτεραιοποιείται, πέραν της ενημέρωσης για την εξιχνίαση, και η ίδια η εξιχνίαση εγκλημάτων έμφυλης βίας. Μπορεί να εντοπιστεί και ολιγωρία των υπηρεσιών αυτών ή ευθύνεται κατεξοχήν ο τρόπος λειτουργίας των ΜΜΕ ότι δεν ακολουθούν παραπέρα μια υπόθεση, σημειώνοντας τα πορίσματα της ιατροδικαστικής και τις λοιπές εξελίξεις;
Το βέβαιο από την ερευνητική σκοπιά από την οποία και γράφεται το παρόν κείμενο είναι ότι, καλούμενη να καταγράψεις ως ερευνήτρια για τους θανάτους αυτών των γυναικών, όλες οι παραπάνω προβληματικές του πλαισίου λειτουργίας των ΜΜΕ σε συνοδεύουν και σου υπενθυμίζουν ότι βρίσκεσαι εντός ενός κράτους του οποίου αναγκάζεσαι να στηρίζεις τη γνώση σου για τα εγχώρια δεδομένα σχετικά με τη γυναικοκτονία στα μίντια. Ας σημειωθεί ότι η πιο «ριζοσπαστική» καινοτομία της ΕΛ.ΑΣ. στον τρόπο καταγραφής είναι ότι, μόλις από το 2020, στα εγκλήματα που εμπίπτουν στα πλαίσια του νόμου για την αντιμετώπισης της ενδοοικογενειακής βίας (Ν. 3500/2006), πλέον σημειώνεται το φύλο του θύτη και του θύματος και η μεταξύ τους σχέση.
Στο ίδιο κλίμα, η Γενική Γραμματεία Δημογραφικής και Οικογενειακής Πολιτικής και Ισότητας των Φύλων, στη 2η ετήσια έκθεσή της για το έτος 2020 προχωρά σε μία σειρά παραδοχών, που στο σύνολό τους σκιαγραφούν την πραγματικότητα για το τι ακριβώς συμβαίνει στη σχέση έμφυλης βίας-θεσμών στη χώρα. Εντοπίζει την έλλειψη ενιαίου πληροφοριακού συστήματος για την παρακολούθηση των ποινικών εξελίξεων της κάθε υπόθεσης,3 ότι πριν το 2019 ο επιμέρους τύπος βίας που ασκούνταν στην κάθε περίπτωση (σωματική, ψυχολογική, σεξουαλική και οικονομική) δεν καταγραφόταν καν από τις αρμόδιες αρχές και αντι αυτού εντασσόταν κάτω από μία «ομπρέλα» ενδοοικογενειακής βίας, ότι έως και σήμερα δεν έχει αναπτυχθεί οριζόντιο εργαλείο εκτίμησης κινδύνου ενδοοικογενειακής βίας (risk assessment tool) από τις αρχές και συνολικά είναι ασφαλές να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η Ελλάδα υπολείπεται των υποχρεώσεών της απέναντι στη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης και της υποχρέωσής της να προσφέρει ασφάλεια και μέριμνα με έμφυλο πρόσημο.4
Κλείνοντας, είναι ζωτικής σημασίας να κατανοηθεί ότι καμία ερευνητική δουλειά για την έμφυλη βία δεν αποτελεί από μόνη της απόλυτη αλήθεια, αυθεντία. Επομένως, προκειμένου να αναδειχθούν οι διαστάσεις της γυναικοκτονίας και οι περίπλοκες συνδέσεις που τη χαρακτηρίζουν (όπως η έμφυλη ανισότητα που αναπαράγεται σταθερά από την πατριαρχία αλλά και γενικά κοινωνικοί, πολιτισμικοί, οικονομικοί και άλλοι παράγοντες), απαιτείται η διασταύρωση της έρευνας της ομάδας μας με την αντίστοιχη δουλειά πολλών ακόμη φορέων όπως άλλα παρατηρητήρια για το φαινόμενο της γυναικοκτονίας, η ΕΛ.ΑΣ., η Γενική Γραμματεία Δημογραφικής και Οικογενειακής Πολιτικής και Ισότητας των Φύλων, τα συμβουλευτικά κέντρα του Κέντρου Ερευνών για Θέματα Ισότητας που εποπτεύονται από τη Γενική Γραμματεία Δημογραφικής και Οικογενειακής Πολιτικής και Ισότητας των Φύλων, οι ιατροδικαστικές υπηρεσίες κοκ. Ας σημειωθεί ότι θα ήταν κενό γράμμα να αναγνωριστεί η γυναικοκτονία ως αδίκημα δίχως διαρκή και πολυπαραγοντική και διατομεακή καταγραφή και μελέτη.
Πένυ Πασπάλη
Το τοπίο του δημόσιου λόγου για τις γυναικοκτονίες στην Ελλάδα στην μετά-MeToo περίοδο άλλαξε σημαντικά. Τόσο τα συμβάντα των δολοφονιών, όσο και κάποιες από τις δίκες των γυναικοκτόνων έγιναν θέματα δημόσιου διαλόγου και αντιπαράθεσης κυρίως γιατί αποτέλεσαν πεδία θεάματος. Στο ελληνικό μιντιακό οικοσύστημα και το ον/οφλάιν συνεχές, η ροή της πληροφορίας στις διάφορες οθόνες και η επιδημική μετανάστευσή της σε διαφορετικά μέσα, καθώς και ο επιτελεστικός (performative) ακτιβισμός του MeToo, ως πολιτική πραγμάτωση του γνωστού συνθήματος του δεύτερου κύματος το «προσωπικό είναι πολιτικό», έστρωσε το έδαφος προκειμένου το ζήτημα των γυναικοκτονιών να πάρει κεντρική θέση στην δημόσια επικαιρότητα και να αρχίσει να συζητάται σε θεσμικά πεδία1. Οι δίκες των βασανιστών και δολοφόνων της Ελένης Τοπαλούδη και του δολοφόνου της Καρολάιν Κράουτς (και πιθανόν και η τρέχουσα δίκη του δολοφόνου της Γαρυφαλλιάς Ψαρράκου) είναι ίσως χαρακτηριστικές περιπτώσεις τέτοιων μιντιακών συμβάντων.
Λίγο έχει αναφερθεί σε δημόσιες συζητήσεις ο συναισθηματικός και πνευματικός αντίκτυπος της υπερπληροφόρησης, της κυκλοφορίας περιεχομένου χωρίς προειδοποίηση περιεχομένου (content warning ή trigger warning) και της απρόσεκτης τοποθέτησης αναφορικά σε ζητήματα παρενόχλησης, παραβιαστικών συμπεριφορών, βιασμών και λοιπών περιστατικών έμφυλης βίας (ακόμη και από ειδικούς επί των θεμάτων). Εκείνη την περίοδο, ελάχιστα μιλήσαμε τόσο για τις τραυματικές διαρρήξεις όλης αυτής -κατά τ’ άλλα σημαντικής- ορατότητας και διακίνησης της πληροφορίας για περιστατικά παρενοχλήσεων και βιασμών, όσο και για την κόπωση λόγω συσσωρευμένης πληροφορίας (information fatigue). Παρόμοια, ίσως να μην έχουμε συζητήσει ακόμη για το συλλογικό τραύμα, ή -για να μην μπλέξουμε με τέτοια βιβλιογραφία- για το τι σημαίνει να διαβάζει και να ακούει κάποιο για δολοφονίες γυναικών2 και ακόμη περισσότερο να ερευνά και να γράφει για αυτές τις δολοφονίες. Θα είχε ενδιαφέρον να βλέπαμε πώς αυτά τα συναισθήματα συνδέονται σε μια αμφίδρομη παραγωγική σχέση με την νομική αναγνώριση της γυναικοκτονίας ως κυρίαρχο διακύβευμα μέσα στον δημόσιο λόγο. Γράφω το κείμενο ως μια απόπειρα αναστοχασμού και κριτικής παράθεσης ανησυχιών μετά από δυόμιση χρόνια συστηματικής εργασίας με το ελληνικό παρατηρητήριο για τις γυναικοκτονίες.
Τον Μάρτιο του 2019 ξεκινήσαμε ως ομάδα πέντε ερευνητριών, που η καθεμία ασχολείται στο δικό της επιστημονικό αντικείμενο με τις γυναικοκτονίες, να καταγράφουμε τις γυναικοκτονίες στην Ελλάδα και να συλλέγουμε ποιοτικά χαρακτηριστικά της κάθε περίπτωσης, ούτως ώστε να μπορέσουμε να δημιουργήσουμε ένα εν-τοπισμένο στο ελληνικό συγκείμενο σώμα δεδομένων και γνώσης αναφορικά με το ζήτημα. Η μεθοδολογία της έρευνάς μας, αν και φαινομενικά απλή, είναι συχνά επίπονη. Οι καταγραφές των γυναικοκτονιών και οι περιγραφές των υποθέσεων για το site βασίζονται στην έρευνα σε ρεπορτάζ δημοσιογραφικών μέσων. Έτσι, η ασύμμετρη πρόσβαση στο τεκμήριο/αρχική πληροφορία (το ότι δεν είμαστε δηλαδή μια γραφειοκρατική/ θεσμική οντότητα, βλ. αστυνομία, με δικαιοδοσία στην πρωταρχική πληροφορία και περιγραφή της δολοφονίας, και η έλλειψη σχετικών αναλυτικών ανακοινωθέντων από την αστυνομία) σημαίνει ότι έχουμε συχνά εκτεθεί σε περιγραφές αυτών των δολοφονιών που έχουν δοκιμάσει τα όρια της υπομονής μας. Η έκθεση στο “μπανάλιτι” των αφηγήσεων για αυτούς τους θανάτους και η ίδια η έρευνα των χαρακτηριστικών της ελληνικής εθνοπατριαρχίας και των μεταμορφώσεών της μέσα από την κάθε υπόθεση γυναικοκτονίας συνιστούν πρακτικές προεκτάσεις της ερευνητικής διαδικασίας που αναπόφευκτα επηρεάζουν τις αντοχές της ερευνήτριας. Η παρακολούθηση και η ανίχνευση των στοιχείων της κάθε ιστορίας είναι ουσιαστικά η παρακολούθηση μιας αργής βίας, μερικές φορές αόρατης, που τελικά μετουσιώνεται σε δολοφονία.
Η συνειδητοποίηση ότι υποκαθιστάς με έναν τρόπο ένα μηχανισμό καταγραφής, ότι σχεδιάζεις μια μεθοδολογία με αφετηρία την έλλειψη και το κενό, και ταυτόχρονα, η συνειδητοποίηση του ίδιου του αντικειμένου της καταγραφής, ότι δηλαδή καταγράφεις θανάτους, δεν είναι μια ομαλή διαδικασία. Με έναν τρόπο, φαίνεται ότι αυτή η καταγραφή θα όφειλε να είναι υποχρέωση ενός κοινωνικού κράτους που στοχεύει σε χάραξη πολιτικών για πρόληψη και περιορισμό της έμφυλης βίας και των γυναικοκτονιών. Αν και παραπάνω ανέφερα ότι η ευρύτερη εργασία μας εκκινεί από το ερευνητικό και θεσμικό κενό για τις γυναικοκτονίες στην Ελλάδα, θα στεκόμουν κριτικά στο να αποτελέσει η καταγραφή των γυναικοκτονιών ένα ακόμη μεθοδολογικό προνόμιο, ή και μονοπώλιο, θεσμικών και κρατικών οργάνων. Ο δημόσιος λόγος για τις γυναικοκτονίες, όπως τον παρακολουθήσαμε να εντατικοποιείται και να διαμορφώνεται το 2021 και την μετά-MeToo εποχή, έδωσε έμφαση και τελικά έκανε ορατές εκείνες τις γυναικοκτονίες που διατελέστηκαν σε ενδο-συντροφική ή ενδο-οικογενειακή συνθήκη3, σχηματίζοντας έτσι το περίγραμμα, ή το «πλαίσιο αναγνώρισης»4, του ποιες δολοφονίες θα γίνονται αντιληπτές ως γυναικοκτονίες. Ως επί το πλείστο, οι γυναικοκτονίες παρά την πύκνωσή τους αντιμετωπίζονται ως περιπτώσεις εξαίρεσης. Η «φονική βία παθολογικοποιείται»5 και το κίνητρο των γυναικοκτόνων βασίζεται συνήθως στην πιθανή νεύρο/ψυχοδιαφορετικότητά τους. Η δομική βία και οι «ατμόσφαιρές» της ρουτινοποιούνται και φυσικοποιούνται, ούτως ώστε να μην γίνονται αντιληπτές (βλέπει κάποιο τον αέρα που αναπνέει;), με αποτέλεσμα κάποιες γυναικοκτονίες να μην είναι ορατές ως σεξιστικά και έμφυλα εγκλήματα (βλέπε δολοφονίες ηλικιωμένων γυναικών). Σε μια ακόμη προέκταση αυτού, τοποθετώντας τις γυναικοκτονίες στο φάσμα της έμφυλης βίας και τις περισσότερες περιπτώσεις ενδοσυντροφικών γυναικοκτονιών σε ένα συνεχές ενδοοικογενειακής βίας, οι δολοφονίες αυτές συχνά απομονώνονται στη σφαίρα του ιδιωτικού αποσυνδεδεμένες από οποιαδήποτε κρατική ευθύνη.
Συνεχίζοντας σε μια κριτική περί των τρόπων ορατότητας των γυναικοκτονιών, η καταμέτρηση και η καταγραφή τους και η ανάδειξη του εγκλήματος μέσα από νούμερα επιβεβαιώνει μια ικανότητα να γίνει κάτι αντιληπτό ως πρόβλημα μόνο όταν το μετρήσουμε. Όταν δηλαδή, ποσοτικοποιήσουμε το νεκρό σώμα και με αυτό τον τρόπο καταστήσουμε μια συγκεκριμένη μορφή δολοφονίας ικανή να χωρέσει σε λέξεις όπως αύξηση, έξαρση, ακόμη και πανδημία. Σημείωση, χωρίς καμία προσπάθεια σύγκρισης: όταν αφορά τα λευκά cis νεκρά σώματα. Μπορούμε να δούμε το αντίθετο παράδειγμα όταν η ποσοτικοποίηση αφορά τα σώματα προσφύγων και μεταναστών. Το αντικείμενο διαπραγμάτευσης είναι η παροντική και μελλοντική μας σχέση με το νεκρό σώμα του οποίου τον θάνατο προσπαθούμε να καταγράψουμε. Με έναν τρόπο δηλαδή, το πώς από το νεκρό σώμα εκκινεί μια πολιτική και ηθική θέση. Λέξεις που δηλώνουν αυτή την πύκνωση λοιπόν, δεν είναι ουδέτερες: στην πραγματικότητα επιμένουν στην απομόνωση των περιπτώσεων των γυναικοκτονιών και, ακόμη περισσότερο, παρουσιάζοντάς τες με όρους «κρίσης» (δηλαδή, ως κάτι α-ιστορικό, απλαισίωτο και από-πολιτικοποιημένο, συνεχίζοντας στην λογική της απομόνωσης από δομικές ανισότητες και ανθρώπινη αυτενέργεια) εμποδίζουν τις διασταυρούμενες αναγνώσεις των γυναικοκτονιών και με άλλες βίες ή πλέγματα βίας, όπως είναι η ταξική, η κρατική και η φυλετική.
Αναφορικά με την ποσοτικοποιήση ως τρόπο λογοθετικής διαμόρφωσης της αντίληψης, υπάρχει άλλη μια ανησυχία που πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά υπ’ όψη, ακριβώς γιατί εκ-κινεί από τις «συναισθηματικές οικονομίες» περί ασφάλειας και προστασίας. Όταν κάτι παρουσιάζει «έξαρση» δημιουργεί αυτομάτως αισθήματα ανασφάλειας, φόβου και πανικού. Σε πολλές περιπτώσεις γυναικοκτονιών, (αλλά και περιπτώσεων όπως της Πάτρας) είδαμε να ενεργοποιούνται φυλακιστικοί και εγκλειστικοί αυτοματισμοί με την μάσκα της απόδοσης δικαιοσύνης, ζητώντας «πραγματικά ισόβια», αγνοώντας σχεδόν επιδεικτικά ότι η δικαιοσύνη είναι εγγενώς αστική. Ως τέτοια δεν θα είναι με το μέρος μας. Αρκεί να σκεφτούμε την περίπτωση της δίκης των δολοφόνων και λιντσαριστών του Ζακ Κωστόπουλου/ZackieO. Πλην εξαιρέσεων, με βάση ένα απροσδιόριστο πολλές φορές κοινό περί δικαίου αίσθημα βλέπουμε να ξεδιπλώνεται ολόκληρη η συναισθηματική οικονομία του πως πρέπει ένα έγκλημα να αντιμετωπίζεται, ακόμη και από άτομα των φεμινιστικών κινημάτων. Το κοινό περί δικαίου αίσθημα δεν είναι ούτε αθώο, ούτε φυσικό αντανακλαστικό. Είναι μια βαθιά πολιτική κουλτούρα της οποίας η φυλακιστική αισθητική την συντηρεί και παράγει αυτές τις έννοιες της ασφάλειας και της προστασίας. Οι κοινωνικές και πολιτισμικές διαστάσεις αυτής της κουλτούρας στο πλαίσιο του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού6 εντοπίζονται στο βιομηχανοποιημένο μοντέλο φυλάκισης. Το μοντέλο αυτό συχνά έχει βρει τρόπους νομιμοποίησης μέσα από φεμινιστικές διεκδικήσεις (κυρίως των ριζοσπαστριών φεμινιστριών και των λόγων τους περί trafficking και σεξεργασίας). Με αυτό τον τρόπο, φεμινιστικοί αγώνες και διεκδικήσεις αφομοιώνονται σε, και εργαλειοποιούνται από συντηρητικές δεξιές πολιτικές καταστολής. Το αίτημα, λοιπόν, να καταστούν αφηγηματικές οι εμπειρίες και τα βιώματα βίας στο δίκαιο, το αίτημα για νομική αναγνώριση της γυναικοκτονίας θα πρέπει να είναι σε επιφυλακή για τις (νεκροπολιτικές) συμμαχίες που πιθανόν να κληθεί να κάνει.
Η αντίληψη με βάση την ποσοτικοποίηση και οι συναισθηματικές οικονομίες γύρω από αυτή, είναι σε διαρκή διάλογο με τις μιντιακές αναπαραστάσεις, καθώς και με τις αναμεσοποιήσεις των συμβάντων γυναικοκτονιών. Τα τελευταία 8 χρόνια, ο θάνατος αποτελεί μια βασική θεματική στα ΜΚΔ, είτε αφορά σε ζητήματα ευρύτερης κοινωνικοπολιτικής σημασίας, όπως για παράδειγμα θάνατοι/δολοφονίες προσφύγων στα σύνορα ή στο Αιγαίο και τη Μεσόγειο, γυναικοκτονίες, θάνατοι λόγω ή κατά τη διάρκεια “φυσικών” καταστροφών (βλέπε φωτιές), είτε αφορά θανάτους σε προσωπικά ή/και οικογενειακά πλαίσια που οι χρήστριες μπορεί να κοινοποιήσουν στα προφίλ τους. Οι θάνατοι της πρώτης κατηγορίας, (που ουσιαστικά είναι δολοφονίες, και αναφορικά με τους θανάτους στα σύνορα είναι διεκπεραίωση θανάτων) συχνά γίνονται μιντιακά συμβάντα και η διαχείρισή τους παίρνει χαρακτηριστικά θεάματος. Το «θέαμα» δεν παράγεται μόνο από την συμβατική/συστημική δημοσιογραφία με συγκινησιακές αφηγήσεις και προεκτάσεις, που μπορούν να παράξουν ταυτίσεις, ορατότητα και ένα κατ’ επίφαση «δεν είσαι μόνη». Στο μιντιακό οικοσύστημα της κουλτούρας της δικτύωσης, των αλληλεπικαλυπτόμενων ΜΚΔ, της ριζωματικής παραγωγής περιεχομένου και αφήγησης και των ιομορφικών συμβάντων (viral events), η διαχείριση αυτού του θεάματος (ανα)παράγει κοινωνικές, πολιτισμικές και πολιτικές ταυτότητες και θέσεις. Ταυτόχρονα, οι αναπαραστάσεις υπονοούν ένα «εμείς» που «είμαστε όλες μαζί». Ακόμη και στο διαδίκτυο της πολυφωνίας ωστόσο, συχνά το «εμείς» δεν είναι πληθυντικό όπως υπόσχεται, αλλά λευκό, straight και cis7.
Με αυτές τις σκέψεις για αναστοχασμό και ανησυχία, ας προσπαθήσουμε να ακούσουμε τελικά τι λένε τα νεκρά σώματα σε σχέση με το τώρα και τι εργαλεία μας καλούν να φτιάξουμε, όχι για να φανταστούμε ένα «καλύτερο μέλλον», αλλά για διασφαλίσουμε ένα παρόν φροντίδας και ασφάλειας για όλα.
Το ελληνικό τμήμα του Ευρωπαϊκού Παρατηρητηρίου για τη Γυναικοκτονία (E.O.F.) και συγκεκριμένα η Αναστασία Γκόνη – Καραμπότσου και η Στέλλα Καψαμπέλη συμμετείχαν στο συνέδριο της ΟΣΥΓΥ με θέμα «Γυναικοκτονίες. Οι Κυκλαδίτισσες προβληματίζονται για ένα ‘αόρατο’ έγκλημα», που έλαβε χώρα στο νησί της Φολεγάνδρου στις 7-9 Οκτωβρίου 2022. Μετά τις εισηγήσεις από όλες τις προσκεκλημένες ομιλήτριες, ακολούθησαν ερωταπαντήσεις και πλούσιος προβληματισμός με την τοπική κοινωνία της Φολεγάνδρου, τις υπόλοιπες συνέδρους και τις μαθήτριες και τους μαθητές του γυμνασίου και λυκείου του νησιού.
Το Ινστιτούτο Έτερον, σε συνεργασία με το ελληνικό τμήμα του Ευρωπαϊκού Παρατηρητηρίου για τη Γυναικοκτονία (femicide.gr), διοργανώνει στις 15/5/2022 εργαστήριο με θέμα την έμφυλη βία και πιο ειδικά, τις γυναικοκτονίες, αναδεικνύοντας διάφορες πτυχές του φαινομένου.
Ανάμεσα στις θεματικές που θα συζητηθούν είναι η γενεαλογία του όρου γυναικοκτονία, αλλά και ζητήματα σχετικά με την ορατότητα και τη συμπερίληψή του στον θεσμικό και νομικό λόγο. Ακόμη, θα εξετάσουμε το ζήτημα του ρόλου των εγχώριων και διεθνών φεμινιστικών κινημάτων καθώς και αυτόν των μιντιακών αναπαραστάσεων.
Ποιες μετατοπίσεις παρατηρούνται, ποιοι προβληματισμοί δημιουργούνται και σε ποιες προκλήσεις καλούμαστε να απαντήσουμε μετά από μία χρονιά που οι λέξεις MeToo και γυναικοκτονία ήταν σχεδόν μόνιμα στο καθημερινό μας λεξιλόγιο; Ποιος είναι ο ρόλος των social media και του hashtag ακτιβισμού σε όλα τα παραπάνω; Σκοπεύουμε σε μία ουσιαστική παραγωγική συζήτηση με βάσει τα παραπάνω ερωτήματα, που θα διευρύνει τα αναλυτικά εργαλεία των συμμετεχόντων αναφορικά με ζητήματα έμφυλης βίας και δολοφονιών με έμφυλο κίνητρο.
Θα πραγματοποιηθούν παρουσιάσεις και συζητήσεις με τις ερευνήτριες της ελληνικής ομάδας του παρατηρητηρίου: Αναστασία Γκόνη – Καραμπότσου, δικηγόρο με ειδίκευση σε ζητήματα φύλου και έμφυλης βίας, Στέλλα Καψαμπέλη, πολιτική επιστημόνισσα με ειδίκευση στην ανάλυση μιντιακού λόγου και έμφυλων ζητημάτων, και Πένυ Πασπάλη, υποψήφια διδακτόρισσα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας και Σπουδών Φύλου.
Σημειώνουμε και παρακαλούμε να λάβετε υπ’ όψη σας ότι το περιεχόμενο των παρουσιάσεων και της συζήτησης θα αφορά σε περιστατικά δολοφονιών με σεξιστικό κίνητρο και σε ζητήματα έμφυλης βίας ευρύτερα. Θα υπάρχουν πιθανές αναφορές σε ζητήματα ενδοοικογενειακής/ενδοσυντροφικής βίας, βιασμού, grooming και αμβλώσεων.
Το ελληνικό τμήμα του Ευρωπαικού Παρατηρητηρίου για τη Γυναικοκτονία (Ε.Ο.F.) και πιο συγκεκριμένα η Αθηνά Πεγκλίδου, συζήτησε με τις μαθήτριες και τους μαθητές του 2ου ΓΕΛ Πυλαίας Θεσσαλονίκης πτυχές των γυναικοκτονιών και του όρου μετά από πρόσκληση του σχολείου.
Η Ισπανία θα συμπεριλάβει στην επίσημη καταμέτρηση των γυναικοκτονιών κι αυτές που διαπράχθηκαν εκτός ενδοσυντροφικής/
Σχετικό άρθρο: theguardian.com
Στην αναφορά του Ευρωπαϊκού Ινστιτούτου για την Ισότητα των Φύλων (European Institute for Gender Equality – EIGE), για την περίοδο 2018-2019, σχετικά με τους μηχανισμούς καταγραφής και μέτρησης των γυναικοκτονιών στην Ευρωπαϊκή Ένωση (Measuring the Femicide in EU and Internationally: an Assessment), τo Ευρωπαϊκό Παρατηρητήριο για τη Γυναικοκτονία (European Observatory on Femicide – EOF) αναφέρεται ως αναγνωρισμένος φορέας έρευνας για τις γυναικοκτονίες σε ευρωπαϊκό πλαίσιο. Στην αναφορά περιγράφεται η συμβολή του παρατηρητηρίου στην αποτύπωση της εικόνας των γυναικοκτονιών ανά κράτος μέσα από το σύστημα ποσοτικής και ποιοτικής καταγραφής και συλλογής δεδομένων. Κατά συνέπεια, αναγνωρίζεται η συμβολή του στην ευαισθητοποίηση, την ενημέρωση και την πρόληψη.
Διαβάστε περισσότερα: eige.europa.eu
11 απο τις 30 γυναικοκτονίες που διαπράχθηκαν το 2021 αφορούσαν γυναίκες άνω των 66 ετών και διαπράχθηκαν από στενούς συγγενείς.
Σχετικό άρθρο: theguardian.com